
Το σπίτι αυτό το απόγευμα δε με κρατάει μέσα. Ισως φταίει ότι είναι πολύ άδειο -λείπει η οικογένεις, βλέπεις- ίσως φταίει ότι είναι 21 Αυγούστου και σε 10 μέρες θα βρίσκομαι Αθήνα, ίσως απλά φταίει ότι διαβάζω.. Δεν ξέρω και δε με πολυαπασχολεί. Πέρνω την ψάθα και την πετσέτα, το βιβλίο μου, το τετραδιάκι μου και δρόμο... Περνάω την πλατεία, τον πεζόδρομο, παράλληλα με όλα τα ιστιοπλοϊκά και τα ταχύπλοα, περπατάω. Προσπερνώ τον φάρο, το άγαλμα του Παξινού. Τελειώνει το λιμάνι. Περνώ τον πρώτο ορμίσκο και συνεχίζω προς Μογγονήσι. Περνώ τον δεύτερο και τον τρίτο και κάπου εκεί στα μέσα της διαδρομής μέχρι το νησάκι κατεβαίνω με προσοχή από ένα μονοπατάκι - ο Θεός να το κάνει μονοπάτι- κάτω σε μια μικρή παραλία. Κοιτάζω γύρω μου, ένα ζευγάρι Ιταλών μονάχα. Σχετικά μεγάλοι σε ηλικία, η κυρία ξαπλωμένη στην πετσέτα της φλερτάρει με τις ακτίνες του ηλίου και ο κύριος με τα γκρίζα μαλλιά ψάχνει για αχινούς. Λευκά βότσαλα, πράσινα νερά και ο βράχος μου. |
Κείται παράλληλα με τη θάλασσα και όχι κάθετα όπως οι περισσότεροι. Αναποφάσιστος, ταλαντεύεται ανάμεσα στη δροσιά του νερού και στα χάδια του αέρα. Σαν κομμάτι σκάλας φυσικής που οδηγεί στη μαγική "Χώρα του Ποτέ". Είναι ένα από τα σκαλοπάτια της ζωής μου. Απλώνω την πετσέτα μου και κάθομαι ήρεμα. Παίρνω το βιβλίο στα χέρια μου και παρέα με τον ήχο της θάλασσας, διαβάζω τις σελίδες σα σε παραμύθι. Μετά από καμιά ώρα πιου σηκώνω το κεφάλι μου, κοιτώ τον κυριούλη που έχει καθίσει στο διπλανό βραχάκι και τρώει αχινούς. Με κοιτά, χαμογελά και μου δίνει έναν... Δοκιμάζω και τον ευχαριστώ:
"Grazie tanto"
ΥΓ: Και για να μην ξεχνιόμαστε εβαλα και μια φωτό για να καταλάβετε που είμαι (αν και δε φαίνεται ο βράχος μου)